αλεκω

αλεκω
    ἀλέκω
    (ᾰ), тж. med. Soph., Her., Xen., Anth. = ἀλέξω См. αλεξω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλεκω" в других словарях:

  • αλέκω — ἀλέκω (Α) αντί τού ἀλέξω* …   Dictionary of Greek

  • ὠλέκει — ἀλέκει , ἀλέξω raáks̥ati pres ind mp 2nd sg ἀλέκει , ἀλέξω raáks̥ati pres ind act 3rd sg ἀλέκει , ἀλέκω ward off pres ind mp 2nd sg ἀλέκει , ἀλέκω ward off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • ἀλέκοις — ἀλέξω raáks̥ati pres opt act 2nd sg ἀλέκω ward off pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέκειν — ἀλέκειν , ἀλέξω raáks̥ati pres inf act (attic epic) ἀλέκειν , ἀλέκω ward off pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»